κρυπτογραφώ

κρυπτογραφώ
-έω
γράφω με συνθηματική γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυπτογραφώ — κρυπτογραφώ, κρυπτογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρυπτογραφώ — κρυπτογράφησα, κρυπτογραφήθηκα, κρυπτογραφημένος, γράφω με συνθηματική ή απόκρυφη γραφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογράφημα — το [κρυπτογραφώ] κείμενο που έχει συνταχθεὶ σε απόκρυφη συνθηματική γραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”